Μάγερ, Ρόμπερτ

Μάγερ, Ρόμπερτ
(Robert Mayer, Βιέννη 1855 – 1914). Αυστριακός οικονομολόγος και πολιτικός. Το 1911 διορίστηκε υπουργός Οικονομικών και υποστήριξε σθεναρά την ατομική φορολογία εισοδήματος. Τα κυριότερα έργα του τιτλοφορούνται: Οι αρχές της δίκαιης φορολογίας στη νεότερη οικονομική επιστήμη (1884), Η ύπαρξη των εισοδημάτων (1887), Η σχέση ανάμεσα στον φόρο και στο εισόδημα κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μάγερ, Καρλ — (Carl Mayer, Γκρατς, Αυστρία 1894 – Λονδίνο 1944). Γερμανός σεναριογράφος του κινηματογράφου, αυστριακής καταγωγής. Ο Μ. είναι μία από τις πιο αντιπροσωπευτικές προσωπικότητες της χρυσής περιόδου του γερμανικού κινηματογράφου. Το όνομά του είναι… …   Dictionary of Greek

  • Μάγερ, Γιούλιους Ρόμπερτ φον- — (Julius Robert von Mayer, Χάιλμπρον 1814 – 1878). Γερμανός φυσικός. Σπούδασε ιατρική στο Τίμπινγκεν και άσκησε το επάγγελμα του γιατρού· οι εργασίες του σχετικά με τη θερμοδυναμική στηρίχτηκαν σε παρατηρήσεις του επί του ανθρώπινου σώματος και,… …   Dictionary of Greek

  • Βίνε, Ρόμπερτ — (Robert Wiene, Δρέσδη 1881 – Παρίσι 1938).Γερμανός σκηνοθέτης του θεάτρου και του κινηματογράφου. Γόνος καλλιτεχνικής οικογένειας, ασχολήθηκε αρχικά με το θέατρο ως ηθοποιός και σκηνοθέτης και στη συνέχεια με τον κινηματογράφο, από το 1914. Η… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • θερμοδυναμική — Κλάδος της φυσικής που μελετά από μακροσκοπική άποψη, χωρίς δηλαδή να ενδιαφέρει η δράση των εσωτερικών μηχανισμών, τα φαινόμενα που χαρακτηρίζονται βασικά από τις μετατροπές της θερμότητας σε έργο και αντίστροφα. Γενικότερα, η θ. ασχολείται με… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Καρνό — (Carnot). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων επιστημόνων. 1. Λαζάρ Νικολά Μαργκερίτ (Lazare Nicolas Marguerite, Νολέ 1753 – Μαγδεμβούργο 1823). Στρατηγός, πολιτικός και μαθηματικός. Ήταν γνωστός και ως οργανωτής της νίκης και συγκαταλέγεται στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”